αναθεμελιωτικός

αναθεμελιωτικός
-ή, -ό [αναθεμελιωτης]
ο σχετικός με την αναθεμελίωση, αυτός που συντελεί σ' αυτήν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αναθεμελιωτικός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με την αναθεμελίωση: Η προσπάθεια του Α ήταν αναθεμελιωτική για την ελληνική Eκκλησία, αλλά δυστυχώς υπονομεύτηκε από τους εχθρούς του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”